Κτήνη...
Έχω ένα βάρος στο στομάχι, μιά τάση για εμετό, μιά "πικρία ανείπωτη"... και όμως δεν μπορώ να κάνω εμετό, αυτό που έχω μέσα μου είναι πιό πηκτό, πιό συμπαγές, σαν νάναι κάτι από λειωμένο μολύβι, από σίδερο από κάρβουνο...
Και κάθομαι μονάχος και βλέπω τηλεόραση... απελπισμένος πιά, οι πύρρινες γλώσσες βγήκαν από την οθόνη και έκαψαν την ψυχή μου, όχι ελαφρά εγκαύματα αλλά αποτέφρωση ολοκληρωτική... και μυρίζω πιά μόνο καμμένο κρέας, σαν προσκεκλημένος σε μακάβριο μπάρμπεκιου με ανθρώπινες σάρκες, μια μυρωδιά φρίκης που καλύπτει όλες τις υπόλοιπες... και τα δάκρυα μου δεν προλαβαίνουν να τρέξουν πιά στα μάγουλα μου, αλλά εξατμίζονται με μιάς... Αφού κάηκε εντελώς η ψυχή μου, γιατί πονά περισσότερο τώρα;
Και βλέπω δέντρα και ζωές αιωνόβιες, στην έσχατη αιχμή του χρόνου, το ίδιο αποτεφρωμένα, με το ίδιο πένθος στο παράστημα τους... το κάρβουνο της σάρκας και το κάρβουνο του ξύλου, δεν διαφέρουν πουθενά... και μια αύρα θανάτου μου λέει ότι εδώ υπήρχαν κορυφές, ρεματίες και κουκουνάρες, μύστες και ελάφια, κτήματα και σπίτια, εκκλησιές και γάμοι, Θεοί και Άνθρωποι...
Και βλέπω στο γυαλί κτήνη ζωντανά, αλώβητα από τη φωτιά, με καθαρά ρούχα και λαμπερή συνείδηση, με φρεσκοπλυμένα πουκάμισα οίκων του εξωτερικού, να, χωρίς μιά σταλιά ιδρώτα στα πρόσωπα τους, πυρίμαχοι και ευθυτενείς. Και ρωτώ την ψυχή μου πως γλίτωσαν τα κτήνη απ' την λαίλαπα;
Και σκεπάζω τα μάτια μου με τις μαυρισμένες παλάμες μου, διπλό να βλέπουνε σκοτάδι, μα όχι την έσχατη αποστροφή: τα κτήνη να σκυλεύουνε ότι απέμεινε από καρβουνιασμένες ψυχές και χώματα και να γρυλίζουν μην χάσουν τις καρέκλες τους...